- δυσαυλία
- δυσαυλία, η (Α)δύσκολη εγκατάσταση στο ύπαιθρο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσαυλίας — δυσαυλίᾱς , δυσαυλία ill fem acc pl δυσαυλίᾱς , δυσαυλία ill fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσαυλίαις — δυσαυλία ill fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αύλιος — αὔλιος, α, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αυλή ή στο μαντρί 2. φρ. «ἀστὴρ αὔλιος» ο αποσπερίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυλή. Πρέπει να σημειωθεί ότι ορισμένα σύνθετα με β συνθετικό το επίθ. αύλιος συμπίπτουν φωνητικά με αντίστοιχα σύνθετα… … Dictionary of Greek